Ευτέλεια στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ευτέλεια, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mesquinharia, baixeza, maldade, mesquinhez, meanness
Ευτέλεια στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευτέλεια

ευτέλεια ετυμολογία, ευτέλεια ορισμός, γλωσσική ευτέλεια, ευτέλεια συνώνυμο, ευτέλεια λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ευτέλεια στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ευσυνείδητος στα πορτογαλικά - consciencioso, consciente, consciência, de consciência, conscienciosa
  • ευσυνειδησία στα πορτογαλικά - conscienciosidade, consciência, conscientização, conscientiousness, consciencialização
  • ευτελής στα πορτογαλικά - basear, fundamentar, gasto, pobre, roto, shabby, decaído
  • ευτράπελος στα πορτογαλικά - brincalhão, waggish, cômico, faceto
Τυχαίες λέξεις
Ευτέλεια στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: mesquinharia, baixeza, maldade, mesquinhez, meanness