Ευτέλεια στα ουγγρικά
Μετάφραση: ευτέλεια, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
közepesség, hitványság, aljasság, aljasságát, gonoszságból
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευτέλεια
ευτέλεια ετυμολογία, ευτέλεια ορισμός, γλωσσική ευτέλεια, ευτέλεια συνώνυμο, ευτέλεια λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ευτέλεια στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ευσυνείδητος στα ουγγρικά - aggályoskodó, lelkiismeretes, lelkiismereti, tudatos, lelkiismeretesen, a lelkiismeretes
- ευσυνειδησία στα ουγγρικά - lelkiismeretesség, a lelkiismeretesség, lelkiismeretességre, lelkiismeretességet, lelkiismeretességgel
- ευτελής στα ουγγρικά - támaszpont, alapszó, bázis, kopott, kopottas, rongyos
- ευτράπελος στα ουγγρικά - huncut
Τυχαίες λέξεις
Ευτέλεια στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: közepesség, hitványság, aljasság, aljasságát, gonoszságból
Μεταφράσεις: közepesség, hitványság, aljasság, aljasságát, gonoszságból