Ευτέλεια στα τούρκικα
Μετάφραση: ευτέλεια, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alçaklık, meanness, yaşadıkları spesifik yereldeki, adilik, cimrilik
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευτέλεια
ευτέλεια ετυμολογία, ευτέλεια ορισμός, γλωσσική ευτέλεια, ευτέλεια συνώνυμο, ευτέλεια λεξικό γλώσσας τούρκικα, ευτέλεια στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ευσυνείδητος στα τούρκικα - vicdanlı, vicdani, bilinçli, dürüst
- ευσυνειδησία στα τούρκικα - dürüstlük, Sorumluluk, vicdanlı, vicdanlı olma, Vicdan
- ευτελής στα τούρκικα - taban, kaide, temel, eski püskü, perişan, düşkün, shabby, ...
- ευτράπελος στα τούρκικα - muzip, şakacı, waggish, nükteli, şaka yollu
Τυχαίες λέξεις
Ευτέλεια στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: alçaklık, meanness, yaşadıkları spesifik yereldeki, adilik, cimrilik
Μεταφράσεις: alçaklık, meanness, yaşadıkları spesifik yereldeki, adilik, cimrilik