Ευτέλεια στα ολλανδικά

Μετάφραση: ευτέλεια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gemeenheid, laagheid, gierigheid, meanness, krenterigheid
Ευτέλεια στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευτέλεια

ευτέλεια ετυμολογία, ευτέλεια ορισμός, γλωσσική ευτέλεια, ευτέλεια συνώνυμο, ευτέλεια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευτέλεια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ευσυνείδητος στα ολλανδικά - gewetensvol, consciëntieus, gewetensvolle, gewetensbezwaren, nauwgezette
  • ευσυνειδησία στα ολλανδικά - billijkheid, gerechtigheid, nauwgezetheid, conscientiousness, consciëntieusheid, gewetensvolheid, zorgvuldigheid
  • ευτελής στα ολλανδικά - grondslag, grond, basis, grondvlak, grondtal, baseren, base, ...
  • ευτράπελος στα ολλανδικά - snaaks, guitig, schalks, waggish, ondeugend
Τυχαίες λέξεις
Ευτέλεια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gemeenheid, laagheid, gierigheid, meanness, krenterigheid