Καρέκλα στα δανικά

Μετάφραση: καρέκλα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stol, stolen, formand, formandskabet
Καρέκλα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρέκλα

καρέκλα μασάζ, καρέκλα γραφείου, καρέκλα διευθυντική minister, καρέκλα σκηνοθέτη, καρέκλα διευθυντική otello, καρέκλα λεξικό γλώσσας δανικά, καρέκλα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καράφα στα δανικά - karaffel, carafe, karaflen, kanden, kande
  • καρέ στα δανικά - check, bankanvisning, frames, rammer, billeder, stel, rammerne
  • καρίνα στα δανικά - køl, kølen, keel, kølens, hvis køl
  • καρακάξα στα δανικά - skade, magpie, Skaden, husskade, af Magpie
Τυχαίες λέξεις
Καρέκλα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stol, stolen, formand, formandskabet