Καρέκλα στα ρουμανικά

Μετάφραση: καρέκλα, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scaun, persoane în scaun, în scaun cu, persoane în scaun cu, pentru persoane în scaun
Καρέκλα στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρέκλα

καρέκλα μασάζ, καρέκλα γραφείου, καρέκλα διευθυντική minister, καρέκλα σκηνοθέτη, καρέκλα διευθυντική otello, καρέκλα λεξικό γλώσσας ρουμανικά, καρέκλα στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • καράφα στα ρουμανικά - carafă, carafe, carafa, carafă de, cană
  • καρέ στα ρουμανικά - cec, probă, rame, cadre, de cadre, cadrele, cadre de
  • καρίνα στα ρουμανικά - chilă, keel, chila, chilei, de chilă
  • καρακάξα στα ρουμανικά - coţofană, coțofană, Magpie, coțofana, cotofana, de coțofană
Τυχαίες λέξεις
Καρέκλα στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: scaun, persoane în scaun, în scaun cu, persoane în scaun cu, pentru persoane în scaun