Καρέκλα στα γερμανικά
Μετάφραση: καρέκλα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stuhl, lehrstuhl, vorsitzende, generaldirektor, professur, Stuhl, Sessel, Lehrstuhl
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καρέκλα
καρέκλα μασάζ, καρέκλα γραφείου, καρέκλα διευθυντική minister, καρέκλα σκηνοθέτη, καρέκλα διευθυντική otello, καρέκλα λεξικό γλώσσας γερμανικά, καρέκλα στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- καράφα στα γερμανικά - karaffe, Karaffe, carafe, Kanne
- καρέ στα γερμανικά - karo, test, kontrolle, einhalten, abgeben, schachstellung, prüfen, ...
- καρίνα στα γερμανικά - kiel, Kiel, Kiels
- καρακάξα στα γερμανικά - elster, Elster, magpie, Elstern
Τυχαίες λέξεις
Καρέκλα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: stuhl, lehrstuhl, vorsitzende, generaldirektor, professur, Stuhl, Sessel, Lehrstuhl
Μεταφράσεις: stuhl, lehrstuhl, vorsitzende, generaldirektor, professur, Stuhl, Sessel, Lehrstuhl