Καρέκλα στα εσθονικά

Μετάφραση: καρέκλα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õppetool, tool, ISTUNGI JUHATAJA, JUHATAJA, juhatusel, tooli
Καρέκλα στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρέκλα

καρέκλα μασάζ, καρέκλα γραφείου, καρέκλα διευθυντική minister, καρέκλα σκηνοθέτη, καρέκλα διευθυντική otello, καρέκλα λεξικό γλώσσας εσθονικά, καρέκλα στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • καράφα στα εσθονικά - karahvin, carafe, kann, Karahvi, kannullinen
  • καρέ στα εσθονικά - peatuma, märgistama, tekk, raamid, kaadrit, raame, raamide, ...
  • καρίνα στα εσθονικά - minestama, emapuu, kiil, keel, kiilu
  • καρακάξα στα εσθονικά - harakas, haraka, magpie, harakale
Τυχαίες λέξεις
Καρέκλα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: õppetool, tool, ISTUNGI JUHATAJA, JUHATAJA, juhatusel, tooli