Κατάφορτος στα δανικά
Μετάφραση: κατάφορτος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fyldt, behæftet, ladet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατάφορτος
κατάφορτος λεξικό γλώσσας δανικά, κατάφορτος στα δανικά
Μεταφράσεις
- κατάστρωμα στα δανικά - dæk, dækket, deck, terrasse
- κατάσχω στα δανικά - gribe, vil binde, som vil binde
- κατάχρηση στα δανικά - fornærmelse, fornærme, skælde, misbrug, misbrug bliver, overgreb, misbrug af
- κατέχω στα δανικά - have, besidde, egen, eje, hold, holde, holder, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατάφορτος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fyldt, behæftet, ladet
Μεταφράσεις: fyldt, behæftet, ladet