Κατάφορτος στα ολλανδικά

Μετάφραση: κατάφορτος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vol, beladen, bezaaid
Κατάφορτος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάφορτος

κατάφορτος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κατάφορτος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατάστρωμα στα ολλανδικά - verdek, dek, scheepsdek, deck, terras, het dek, spel
  • κατάσχω στα ολλανδικά - aangrijpen, grijpen, confisqueren, bemachtigen, vorderen, beslag leggen op, sekwestreren, ...
  • κατάχρηση στα ολλανδικά - krenken, mishandelen, gescheld, beledigen, misbruiken, affronteren, uitschelden, ...
  • κατέχω στα ολλανδικά - bezitten, eigen, houden, vasthouden, aanhouden, houd, te houden
Τυχαίες λέξεις
Κατάφορτος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vol, beladen, bezaaid