Κατάφορτος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κατάφορτος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cheio, carregado, repleta, repleto, preocupante
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατάφορτος
κατάφορτος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κατάφορτος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κατάστρωμα στα πορτογαλικά - plataforma, coberta, convés, decisão, baralho, pavimento, deck de
- κατάσχω στα πορτογαλικά - prender, segregar, confiscar, penhorar, apreenda, tomar, seqüestrar, ...
- κατάχρηση στα πορτογαλικά - abusar, insultar, injuriar, abuso, abusos, abuso de, o abuso, ...
- κατέχω στα πορτογαλικά - mocho, possua, fruir, pessoal, próprio, positivamente, possuir, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατάφορτος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: cheio, carregado, repleta, repleto, preocupante
Μεταφράσεις: cheio, carregado, repleta, repleto, preocupante