Κατάφορτος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: κατάφορτος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
багаты, якi пагражае, багаты на, цяжарны, i страта
Κατάφορτος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάφορτος

κατάφορτος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κατάφορτος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • κατάστρωμα στα λευκορωσικά - мост, палуба
  • κατάσχω στα λευκορωσικά - накласці, накласьці, налажыць
  • κατάχρηση στα λευκορωσικά - злоўжыванне, злоўжываньне
  • κατέχω στα λευκορωσικά - чисты, трымаць
Τυχαίες λέξεις
Κατάφορτος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: багаты, якi пагражае, багаты на, цяжарны, i страта