Κατάφορτος στα ιταλικά

Μετάφραση: κατάφορτος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pieno, gravido, carico, denso, irto
Κατάφορτος στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάφορτος

κατάφορτος λεξικό γλώσσας ιταλικά, κατάφορτος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • κατάστρωμα στα ιταλικά - coperta, ponte, piattaforma, mazzo, deck
  • κατάσχω στα ιταλικά - confiscare, sequestrare, acciuffare, carpire, acchiappare, afferrare, incamerare, ...
  • κατάχρηση στα ιταλικά - insulto, maltrattare, abusare, abuso, insultare, abusi, abuso di, ...
  • κατέχω στα ιταλικά - possedere, proprio, tenere, contenere, mantenere, detenere, trattenere
Τυχαίες λέξεις
Κατάφορτος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: pieno, gravido, carico, denso, irto