Κατακτώ στα δανικά
Μετάφραση: κατακτώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
erobre, besejre, overvinde, at erobre, sejre
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατακτώ
κατακτώ αγγλικά, κατακτώ μετάφραση, κατακτώ english, κατακτώ συνώνυμο, κατακτω συνώνυμα, κατακτώ λεξικό γλώσσας δανικά, κατακτώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- κατακραυγή στα δανικά - råb, skrig, ramaskrig, opstandelse, opråb
- κατακτητής στα δανικά - erobrer, sejrherre, Erobreren, Conqueror, Erobrerens
- κατακυρώνω στα δανικά - knock down, banke ned, vælte, at banke ned, at vælte
- κατακόκκινος στα δανικά - Vermillion, cinnoberrød, i Vermillion, til Vermillion, af Vermillion
Τυχαίες λέξεις
Κατακτώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: erobre, besejre, overvinde, at erobre, sejre
Μεταφράσεις: erobre, besejre, overvinde, at erobre, sejre