Καταπνίγω στα δανικά

Μετάφραση: καταπνίγω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kork, Cork, proppen, prop, korkprop
Καταπνίγω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταπνίγω

καταπνίγω συνώνυμα, καταπνίγω συνώνυμο, καταπνίγω λεξικό γλώσσας δανικά, καταπνίγω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καταπιεστικός στα δανικά - kompulsiv, compulsive, kompulsive, tvangshandling
  • καταπληκτικός στα δανικά - uhyre, uhyrligt, formidabel, prodigious, fænomenal
  • καταπολεμώ στα δανικά - slagsmål, slag, slås, kæmpe, stride, kamp, anfægte, ...
  • καταποντίζω στα δανικά - vask, håndvask, sink, vasken, sinken
Τυχαίες λέξεις
Καταπνίγω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kork, Cork, proppen, prop, korkprop