Καταπνίγω στα λιθουανικά
Μετάφραση: καταπνίγω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kamštis, kamštienos, kamštinės, kamščio, kamštiniai
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταπνίγω
καταπνίγω συνώνυμα, καταπνίγω συνώνυμο, καταπνίγω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καταπνίγω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- καταπιεστικός στα λιθουανικά - kompulsinis, kompulsinio, kompulsinį, neįveikiamas, neįveikiamas potraukis
- καταπληκτικός στα λιθουανικά - stebuklingas, Bajoński, Kolosalny, Magisko, Apbrīnojams
- καταπολεμώ στα λιθουανικά - kovoti, mūšis, grumtis, kautis, kova, muštis, nuneigti, ...
- καταποντίζω στα λιθουανικά - kriauklė, kriaukle, grimzdimo, kriauklės, sink
Τυχαίες λέξεις
Καταπνίγω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kamštis, kamštienos, kamštinės, kamščio, kamštiniai
Μεταφράσεις: kamštis, kamštienos, kamštinės, kamščio, kamštiniai