Καταπνίγω στα ουκρανικά
Μετάφραση: καταπνίγω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
подавити, приховувати, конфіскувати, забороняти, пробка, затор, корок
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταπνίγω
καταπνίγω συνώνυμα, καταπνίγω συνώνυμο, καταπνίγω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καταπνίγω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- καταπιεστικός στα ουκρανικά - тяжкий, гнітючий, деспотичний, задушливий, завзятий, затятий, запеклий, ...
- καταπληκτικός στα ουκρανικά - чудовий, дивовижний, дивний, дивовижна, дивовижне
- καταπολεμώ στα ουκρανικά - воювати, бій, оскаржувати, заперечувати, оспорювати, оскаржуватиме, оскаржуватимуть
- καταποντίζω στα ουκρανικά - засипати, поглинати, засинати, поглиньте, раковина, мушля, умивальник
Τυχαίες λέξεις
Καταπνίγω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: подавити, приховувати, конфіскувати, забороняти, пробка, затор, корок
Μεταφράσεις: подавити, приховувати, конфіскувати, забороняти, пробка, затор, корок