Καταπνίγω στα σουηδικά
Μετάφραση: καταπνίγω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kväva, kork, Cork, korken
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταπνίγω
καταπνίγω συνώνυμα, καταπνίγω συνώνυμο, καταπνίγω λεξικό γλώσσας σουηδικά, καταπνίγω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- καταπιεστικός στα σουηδικά - kompulsiv, tvångsmässig, tvångs, tvångsmässigt, tvångsmässiga
- καταπληκτικός στα σουηδικά - ofantlig, prodigious, enorma, oerhörd, oerhörda
- καταπολεμώ στα σουηδικά - strid, slagsmål, bekämpa, slåss, strida, slag, ifrågasätta, ...
- καταποντίζω στα σουηδικά - sluka, tvättställ, handfat, sink, diskbänk, diskbänken
Τυχαίες λέξεις
Καταπνίγω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: kväva, kork, Cork, korken
Μεταφράσεις: kväva, kork, Cork, korken