Κατράμι στα δανικά

Μετάφραση: κατράμι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tjære, beg, banen, banen fuldstændigt ved, banen fuldstændigt, bane
Κατράμι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατράμι

κατράμι σημαίνει, κατράμι λεξικό γλώσσας δανικά, κατράμι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κατοχή στα δανικά - job, beskæftigelse, ejendom, arbejde, stilling, besættelse, besiddelse, ...
  • κατοχυρώνω στα δανικά - beskytte, befæste, styrke, forstærke, berige, nå op
  • κατρακυλώ στα δανικά - fald, styrtdykke, falde brat, livsvigtig, styrtdykker, styrter
  • κατσάδα στα δανικά - skæld ud, skæld, scolding, skælde, balle
Τυχαίες λέξεις
Κατράμι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tjære, beg, banen, banen fuldstændigt ved, banen fuldstændigt, bane