Κατράμι στα λιθουανικά
Μετάφραση: κατράμι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jūrininkas, jūreivis, derva, degutas, pikis, nuolydis, aikštelė, žingsnis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατράμι
κατράμι σημαίνει, κατράμι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κατράμι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κατοχή στα λιθουανικά - profesija, verslas, tarnyba, darbas, turėjimas, laikymas, eigą, ...
- κατοχυρώνω στα λιθουανικά - ginti, stiprinti, pasistiprinti, įtvirtinti, sustiprins, spirituoti
- κατρακυλώ στα λιθουανικά - svarstis, staiga kristi, svambalas, grimzdas, pasvaras
- κατσάδα στα λιθουανικά - barimas, barnis, Brana, Bāriens, Besztanie
Τυχαίες λέξεις
Κατράμι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: jūrininkas, jūreivis, derva, degutas, pikis, nuolydis, aikštelė, žingsnis
Μεταφράσεις: jūrininkas, jūreivis, derva, degutas, pikis, nuolydis, aikštelė, žingsnis