Κατράμι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κατράμι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
asfaltar, alcatrão, piche, arremesso, breu, passo, pez
Κατράμι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατράμι

κατράμι σημαίνει, κατράμι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κατράμι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κατοχή στα πορτογαλικά - possuir, empreitada, possua, ter, profissão, ofício, arte, ...
  • κατοχυρώνω στα πορτογαλικά - prosperidade, salvaguarda, resguardar, proteger, abrigar, salvaguardar, seguro, ...
  • κατρακυλώ στα πορτογαλικά - prumo, despencar, plummet, cair, despencam
  • κατσάδα στα πορτογαλικά - invectiva, repreensão, bronca, scolding, xingar, reprimenda
Τυχαίες λέξεις
Κατράμι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: asfaltar, alcatrão, piche, arremesso, breu, passo, pez