Κατράμι στα φινλανδικά

Μετάφραση: κατράμι, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
merimies, merikarhu, terva, piki, kentälle, kentällä, itsevarmuutta, ja itsevarmuutta
Κατράμι στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατράμι

κατράμι σημαίνει, κατράμι λεξικό γλώσσας φινλανδικά, κατράμι στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατοχή στα φινλανδικά - ammatti, ala, hallinta, miehitys, omaisuus, omistus, askare, ...
  • κατοχυρώνω στα φινλανδικά - suojella, puolustaa, varokeino, suojata, ehkäisytoimi, turvata, varotoimi, ...
  • κατρακυλώ στα φινλανδικά - putous, kaataa, voimistella, keikahdus, kaatua, syöksyä, romahtaa, ...
  • κατσάδα στα φινλανδικά - haukkumiset, scolding, kuulla kunniansa, nuhtelu, sapiska
Τυχαίες λέξεις
Κατράμι στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: merimies, merikarhu, terva, piki, kentälle, kentällä, itsevarmuutta, ja itsevarmuutta