Κατράμι στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: κατράμι, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
теренот, терен, на теренот
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατράμι
κατράμι σημαίνει, κατράμι λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κατράμι στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- κατοχή στα σλαβομακεδονικά - сопственост, поседување, поседувањето, владение, поседува
- κατοχυρώνω στα σλαβομακεδονικά - Стопанска, поткрепи, зацврстат, зацврстување, ја поткрепи
- κατρακυλώ στα σλαβομακεδονικά - падот, опаѓа, ќе паднат, паднат, ќе паднат и
- κατσάδα στα σλαβομακεδονικά - хокане
Τυχαίες λέξεις
Κατράμι στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: теренот, терен, на теренот
Μεταφράσεις: теренот, терен, на теренот