Κατράμι στα εσθονικά

Μετάφραση: κατράμι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tökat, pigi, meremees, sammuga, asemele, pitch, samm
Κατράμι στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατράμι

κατράμι σημαίνει, κατράμι λεξικό γλώσσας εσθονικά, κατράμι στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • κατοχή στα εσθονικά - amet, tegevusala, valdamine, omandus, omamine, valduses, valduse, ...
  • κατοχυρώνω στα εσθονικά - rikastama, kangendada, kindlustada, rikastada metüülbensokaati, kindlustama
  • κατρακυλώ στα εσθονικά - veerema, kukkuma, langema, langeda, järsku vähenemist, järsult kahanenud, järsult kahanenud ja
  • κατσάδα στα εσθονικά - tiraad, sõnavaling, näägutamine, peapesu, nääklemine, Haukkumiset, laitus
Τυχαίες λέξεις
Κατράμι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tökat, pigi, meremees, sammuga, asemele, pitch, samm