Κατράμι στα τούρκικα
Μετάφραση: κατράμι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gemici, denizci, zift, saha, perde, sahasının, hatve
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατράμι
κατράμι σημαίνει, κατράμι λεξικό γλώσσας τούρκικα, κατράμι στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κατοχή στα τούρκικα - iş, meşguliyet, görev, mal, meslek, mülk, bulundurma, ...
- κατοχυρώνω στα τούρκικα - himaye, koruma, korumak, saklamak, kuvvetlendirmek, güçlendirmek, güçlendirecek, ...
- κατρακυλώ στα τούρκικα - düşüş, düşme, zoka, dibe, plummet, dalmak, şakül
- κατσάδα στα τούρκικα - azarlama, azar, haşlama, fırça, azarı
Τυχαίες λέξεις
Κατράμι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: gemici, denizci, zift, saha, perde, sahasının, hatve
Μεταφράσεις: gemici, denizci, zift, saha, perde, sahasının, hatve