Μαζεύομαι στα δανικά

Μετάφραση: μαζεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
samle, forsamles, krybe, cringe, krumme tæer, krummer tæer
Μαζεύομαι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαζεύομαι

μαζεύομαι λεξικό γλώσσας δανικά, μαζεύομαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μαζί στα δανικά - hos, tilsammen, med, sammen, samt, samlet, samarbejde
  • μαζεμένος στα δανικά - nuttede, dejlig, cuddly, kælen, spontan
  • μαζεύω στα δανικά - forsamles, sump, plukke, samle, indsamle, indsamler, at indsamle, ...
  • μαζικός στα δανικά - mængde, størrelse, masse, massen, vægt, totalmasse
Τυχαίες λέξεις
Μαζεύομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: samle, forsamles, krybe, cringe, krumme tæer, krummer tæer