Μαζεύομαι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μαζεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recolhimento, colher, passagem, ajuntar, adular servilmente, cringe, encolher, tremo, estremecer
Μαζεύομαι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαζεύομαι

μαζεύομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μαζεύομαι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • μαζί στα πορτογαλικά - junto, juntamente, bruxa, com, juntos, em conjunto, conjunto
  • μαζεμένος στα πορτογαλικά - fofinho, peluches, fofo, fofinhos, consideravelmente cuddly
  • μαζεύω στα πορτογαλικά - ajuntar, marte, lodaçal, picareta, recolhimento, tirar, arrancar, ...
  • μαζικός στα πορτογαλικά - máscara, massa, de massa, em massa, massas, massa de
Τυχαίες λέξεις
Μαζεύομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: recolhimento, colher, passagem, ajuntar, adular servilmente, cringe, encolher, tremo, estremecer