Μαζεύομαι στα ουγγρικά
Μετάφραση: μαζεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megalázkodik, szervilizmus, megalázkodás
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαζεύομαι
μαζεύομαι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, μαζεύομαι στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- μαζί στα ουγγρικά - együtt, szüntelenül, közösen, össze, együttesen, összerakni
- μαζεμένος στα ουγγρικά - ennivaló, cuddly, ölelnivaló, ölelni
- μαζεύω στα ουγγρικά - fogpiszkáló, gyűjt, gyűjteni, összegyűjti, gyűjtsük össze, összegyűjteni
- μαζικός στα ουγγρικά - mise, tömeg, tömege, tömeges, tömegét, tömeget
Τυχαίες λέξεις
Μαζεύομαι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: megalázkodik, szervilizmus, megalázkodás
Μεταφράσεις: megalázkodik, szervilizmus, megalázkodás