Μαζεύομαι στα τούρκικα

Μετάφραση: μαζεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
toplanmak, toplamak, biriktirmek, yaltaklanmak, yalakalık, sinmek, yalakalık yapmak, cringe
Μαζεύομαι στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαζεύομαι

μαζεύομαι λεξικό γλώσσας τούρκικα, μαζεύομαι στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • μαζί στα τούρκικα - bile, birlikte, bilen, beraber, araya, bir araya, arada
  • μαζεμένος στα τούρκικα - çekingen, sevimli, Cuddly, Uzun Boylu, yumuşacık, boynuna sarılınası
  • μαζεύω στα τούρκικα - bataklık, toplanmak, biriktirmek, batak, toplamak, devşirmek, toplama, ...
  • μαζικός στα τούρκικα - kitle, kütle, toplu, kitlesel, kütlesi
Τυχαίες λέξεις
Μαζεύομαι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: toplanmak, toplamak, biriktirmek, yaltaklanmak, yalakalık, sinmek, yalakalık yapmak, cringe