Μαζεύομαι στα κροατικά

Μετάφραση: μαζεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sakupiti, okuplja, brati, skupljati, okupljati, dodvoravanje, puzati, ropska poslušnost, osjećati zgražanje, ulagivanje
Μαζεύομαι στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαζεύομαι

μαζεύομαι λεξικό γλώσσας κροατικά, μαζεύομαι στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • μαζί στα κροατικά - skupa, zajedno, kraj, uz, zajednički, za, ujedno, ...
  • μαζεμένος στα κροατικά - skroman, umiljat, cuddly
  • μαζεύω στα κροατικά - bockati, slagati, kupiti, uviti, močvaran, birati, saviti, ...
  • μαζικός στα κροατικά - masa, gomila, mase, misa, mnoštvo, masovan, maseni, ...
Τυχαίες λέξεις
Μαζεύομαι στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: sakupiti, okuplja, brati, skupljati, okupljati, dodvoravanje, puzati, ropska poslušnost, osjećati zgražanje, ulagivanje