Ματαιόδοξος στα δανικά
Μετάφραση: ματαιόδοξος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forgæves, forfængelig, indbildsk, indbildske, opblæst
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ματαιόδοξος
ματαιόδοξος ετυμολογία, ματαιόδοξος ορισμός, ματαιόδοξος λεξικο, ματαιόδοξος συνωνυμα, ματαιόδοξος λεξικό γλώσσας δανικά, ματαιόδοξος στα δανικά
Μεταφράσεις
- μασώ στα δανικά - tygge
- ματαιοδοξία στα δανικά - forfængelighed, Vanity, Vaskeskab, underskab
- ματαιότητα στα δανικά - forfængelighed, ubrugelighed, unyttige, uselessness, er unødvendigt, formålsløse
- ματαιώνω στα δανικά - afbestille, annullere, annullerer, annulleres, aflyse
Τυχαίες λέξεις
Ματαιόδοξος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forgæves, forfængelig, indbildsk, indbildske, opblæst
Μεταφράσεις: forgæves, forfængelig, indbildsk, indbildske, opblæst