Ματαιόδοξος στα ουκρανικά

Μετάφραση: ματαιόδοξος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
марнославний, марнолюбний, пихатий, гоноровий, гонористий
Ματαιόδοξος στα ουκρανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ματαιόδοξος

ματαιόδοξος ετυμολογία, ματαιόδοξος ορισμός, ματαιόδοξος λεξικο, ματαιόδοξος συνωνυμα, ματαιόδοξος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ματαιόδοξος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μασώ στα ουκρανικά - жуйка, жувати, жуйте, пережовувати, ремиґати
  • ματαιοδοξία στα ουκρανικά - марність, метушня, суєта, суєтність, марнославство, пихатість, пиха
  • ματαιότητα στα ουκρανικά - суєта, метушня, марність, суєтність, непотрібність, даремність, некорисність
  • ματαιώνω στα ουκρανικά - фон, фольга, поперечний, фоновий, станіоль, заважати, косий, ...
Τυχαίες λέξεις
Ματαιόδοξος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: марнославний, марнолюбний, пихатий, гоноровий, гонористий