Ματαιόδοξος στα λιθουανικά
Μετάφραση: ματαιόδοξος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bevaisis, tuščias, bergždžias, išdidus, pasipūtę, pasipūtusį, išpuikęs
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ματαιόδοξος
ματαιόδοξος ετυμολογία, ματαιόδοξος ορισμός, ματαιόδοξος λεξικο, ματαιόδοξος συνωνυμα, ματαιόδοξος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ματαιόδοξος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- μασώ στα λιθουανικά - kramtyti, pakramtyti, plastikuoti, Miażdżyć, Przeżuwać
- ματαιοδοξία στα λιθουανικά - tuštybė, prabangi kriauklė, šurmulio, prabangi kriauklė ir, prabangi
- ματαιότητα στα λιθουανικά - tuštybė, nenaudingumas, nenaudingas, nenaudingumo, Bezcelowość, bevertiskumas
- ματαιώνω στα λιθουανικά - atšaukti, panaikinti, nutraukti, atsisakyti, anuliuoti
Τυχαίες λέξεις
Ματαιόδοξος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: bevaisis, tuščias, bergždžias, išdidus, pasipūtę, pasipūtusį, išpuikęs
Μεταφράσεις: bevaisis, tuščias, bergždžias, išdidus, pasipūtę, pasipūtusį, išpuikęs