Ματαιόδοξος στα ισπανικά

Μετάφραση: ματαιόδοξος, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vacío, vano, engreído, presumido, presuntuoso, vanidoso, engreída
Ματαιόδοξος στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ματαιόδοξος

ματαιόδοξος ετυμολογία, ματαιόδοξος ορισμός, ματαιόδοξος λεξικο, ματαιόδοξος συνωνυμα, ματαιόδοξος λεξικό γλώσσας ισπανικά, ματαιόδοξος στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • μασώ στα ισπανικά - mascar, rumiar, masticar, masticate, mastican, masticar el
  • ματαιοδοξία στα ισπανικά - vanidad, la vanidad, tocador, de vanidad, de tocador
  • ματαιότητα στα ισπανικά - vanidad, inutilidad, la inutilidad, inútil, inoperancia
  • ματαιώνω στα ισπανικά - invalidar, frustrar, entrecruzar, anular, cancelar, cancelar la, cancelación, ...
Τυχαίες λέξεις
Ματαιόδοξος στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: vacío, vano, engreído, presumido, presuntuoso, vanidoso, engreída