Ματαιόδοξος στα ουγγρικά
Μετάφραση: ματαιόδοξος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
öntelt, beképzelt, hivalkodó, önhitt, nagyképű
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ματαιόδοξος
ματαιόδοξος ετυμολογία, ματαιόδοξος ορισμός, ματαιόδοξος λεξικο, ματαιόδοξος συνωνυμα, ματαιόδοξος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ματαιόδοξος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- μασώ στα ουγγρικά - rágás, rág, pépesít, darál, masztiká-, masztiká- lása
- ματαιοδοξία στα ουγγρικά - hiúság, hiábavalóság, a hiúság, piperedoboz, hiúsága
- ματαιότητα στα ουγγρικά - hiábavalóság, haszontalanság, hasznavehetetlenségét, hasznavehetetlenség, a hasznavehetetlenség
- ματαιώνω στα ουγγρικά - rézsút, kontraszt, rézsútosan, ülés, visszavonásához, megszünteti, törli, ...
Τυχαίες λέξεις
Ματαιόδοξος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: öntelt, beképzelt, hivalkodó, önhitt, nagyképű
Μεταφράσεις: öntelt, beképzelt, hivalkodó, önhitt, nagyképű