Ματαιόδοξος στα πολωνικά

Μετάφραση: ματαιόδοξος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
próżny, czczy, pusty, płonny, gołosłowny, zarozumiały, pyszałkowaty, conceited, zarozumiałym, zarozumiała
Ματαιόδοξος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ματαιόδοξος

ματαιόδοξος ετυμολογία, ματαιόδοξος ορισμός, ματαιόδοξος λεξικο, ματαιόδοξος συνωνυμα, ματαιόδοξος λεξικό γλώσσας πολωνικά, ματαιόδοξος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • μασώ στα πολωνικά - zgryźć, przeżuwać, przeżuć, rozgryzać, żuć, miażdżyć
  • ματαιοδοξία στα πολωνικά - daremność, marnota, złuda, zarozumiałość, marność, próżność, zarozumialstwo, ...
  • ματαιότητα στα πολωνικά - marność, zarozumialstwo, marnota, zarozumiałość, daremność, próżność, złuda, ...
  • ματαιώνω στα πολωνικά - poronić, przerwać, folia, skreślić, pokrzyżować, zaniechać, udaremnić, ...
Τυχαίες λέξεις
Ματαιόδοξος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: próżny, czczy, pusty, płonny, gołosłowny, zarozumiały, pyszałkowaty, conceited, zarozumiałym, zarozumiała