Ματαιόδοξος στα σουηδικά
Μετάφραση: ματαιόδοξος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fruktlös, inbilsk, egenkär, inbilska, högmodigt, högfärdig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ματαιόδοξος
ματαιόδοξος ετυμολογία, ματαιόδοξος ορισμός, ματαιόδοξος λεξικο, ματαιόδοξος συνωνυμα, ματαιόδοξος λεξικό γλώσσας σουηδικά, ματαιόδοξος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- μασώ στα σουηδικά - tugga, tugga sönder, sönderdela
- ματαιοδοξία στα σουηδικά - flärd, fåfänga, smink, toalett, vanity, fåfänglighet
- ματαιότητα στα σουηδικά - flärd, värdelöshet, onödiga, onyttighet, är onödigt, meningslös
- ματαιώνω στα σουηδικά - annullera, avboka, avbryta, avbryter, upphäva
Τυχαίες λέξεις
Ματαιόδοξος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: fruktlös, inbilsk, egenkär, inbilska, högmodigt, högfärdig
Μεταφράσεις: fruktlös, inbilsk, egenkär, inbilska, högmodigt, högfärdig