Μοναξιά στα δανικά
Μετάφραση: μοναξιά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ensomhed, ensomheden
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μοναξιά
μοναξιά μου - πάνος καλίδης, μοναξιά φτάνεις κάποτε μοιραία, μοναξιά χιλιάδες φύλλα, μοναξιά μου όλα, μοναξιά μου, μοναξιά λεξικό γλώσσας δανικά, μοναξιά στα δανικά
Μεταφράσεις
- μονή στα δανικά - abbedi, Abbey, kloster, klosteret, klostret
- μοναδικός στα δανικά - eneste, ental, unik, unikke, enestående, unikt, entydigt
- μοναχικός στα δανικά - isoleret, eneste, ensom, alene, ensomme, lonely, ensomt
- μοναχός στα δανικά - alene, munk, Friar, Munken, munk fra, Broder
Τυχαίες λέξεις
Μοναξιά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ensomhed, ensomheden
Μεταφράσεις: ensomhed, ensomheden