Μοναξιά στα ολλανδικά
Μετάφραση: μοναξιά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eenzaamheid, eenzaam, de eenzaamheid, eenzaamheid te
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μοναξιά
μοναξιά μου - πάνος καλίδης, μοναξιά φτάνεις κάποτε μοιραία, μοναξιά χιλιάδες φύλλα, μοναξιά μου όλα, μοναξιά μου, μοναξιά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μοναξιά στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μονή στα ολλανδικά - abdij, Abbey, abdij van, de abdij, De Abdij van
- μοναδικός στα ολλανδικά - wonderlijk, enig, vreemdsoortig, uniek, raar, gek, eigenaardig, ...
- μοναχικός στα ολλανδικά - heremiet, enkel, eenzaam, alleen, verlaten, enig, kluizenaar, ...
- μοναχός στα ολλανδικά - verlaten, eenzaam, enig, alleen, louter, monnik, broeder, ...
Τυχαίες λέξεις
Μοναξιά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: eenzaamheid, eenzaam, de eenzaamheid, eenzaamheid te
Μεταφράσεις: eenzaamheid, eenzaam, de eenzaamheid, eenzaamheid te