Μοναξιά στα λιθουανικά
Μετάφραση: μοναξιά, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vienišumas, Vienatvė, vienatvę, vienatvės, vienatve
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μοναξιά
μοναξιά μου - πάνος καλίδης, μοναξιά φτάνεις κάποτε μοιραία, μοναξιά χιλιάδες φύλλα, μοναξιά μου όλα, μοναξιά μου, μοναξιά λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μοναξιά στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- μονή στα λιθουανικά - vienuolynas, abatija, Abbey, vienuolyno, opactwo
- μοναδικός στα λιθουανικά - unikalus, unikali, unikalų, unikalūs, unikalią
- μοναχικός στα λιθουανικά - vienintelis, vienišas, lonely, vieniši, vieniša
- μοναχός στα λιθουανικά - vienas, vienuolis, brolis, Zakonnik, Friar, Dominikanin
Τυχαίες λέξεις
Μοναξιά στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vienišumas, Vienatvė, vienatvę, vienatvės, vienatve
Μεταφράσεις: vienišumas, Vienatvė, vienatvę, vienatvės, vienatve