Μονοπάτι στα δανικά
Μετάφραση: μονοπάτι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sti, vej, angrebet, stien, i angrebet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μονοπάτι
μονοπάτι σιδηροδρομικών, μονοπάτι συνώνυμα, μονοπάτι παλιάς καβάλας, μονοπάτι δωμάτια & διαμερίσματα, μονοπάτι των κενταύρων, μονοπάτι λεξικό γλώσσας δανικά, μονοπάτι στα δανικά
Μεταφράσεις
- μονοκόμματος στα δανικά - ét stykke, et stykke, i ét stykke, en brik, i et stykke
- μονομαχία στα δανικά - duel, Duel og, duellen, duel med, Duel og fik
- μονοπάτια στα δανικά - stier, spor, trails, løjper
- μονοπώλιο στα δανικά - monopol, monopolet, monopolstilling, eneret
Τυχαίες λέξεις
Μονοπάτι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sti, vej, angrebet, stien, i angrebet
Μεταφράσεις: sti, vej, angrebet, stien, i angrebet