Μονοπάτι στα τούρκικα
Μετάφραση: μονοπάτι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ray, patika, iz, yol, yolu, yolunu, path, bir yol
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μονοπάτι
μονοπάτι σιδηροδρομικών, μονοπάτι συνώνυμα, μονοπάτι παλιάς καβάλας, μονοπάτι δωμάτια & διαμερίσματα, μονοπάτι των κενταύρων, μονοπάτι λεξικό γλώσσας τούρκικα, μονοπάτι στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- μονοκόμματος στα τούρκικα - açık, dürüst, içten, tek parça, bir parça, tek parçalı, one piece, ...
- μονομαχία στα τούρκικα - düello, Duel, düellosu, duello, bir düello
- μονοπάτια στα τούρκικα - rotaları, yollar, parkurları, parkurlarına, rotalar
- μονοπώλιο στα τούρκικα - tekel, tekelci, tekeli, monopol, tekelinin
Τυχαίες λέξεις
Μονοπάτι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ray, patika, iz, yol, yolu, yolunu, path, bir yol
Μεταφράσεις: ray, patika, iz, yol, yolu, yolunu, path, bir yol