Μονοπάτι στα ουκρανικά

Μετάφραση: μονοπάτι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
путь, слід, стежка, прокладати, шлях, стежина, колія, протоптати, стезя, траєкторія, трек, прокласти, тропа, доріжка, дорогу, дорога
Μονοπάτι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονοπάτι

μονοπάτι σιδηροδρομικών, μονοπάτι συνώνυμα, μονοπάτι παλιάς καβάλας, μονοπάτι δωμάτια & διαμερίσματα, μονοπάτι των κενταύρων, μονοπάτι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μονοπάτι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μονοκόμματος στα ουκρανικά - різкий, брутальний, тупий, грубий, один, одна, одне, ...
  • μονομαχία στα ουκρανικά - поєдинок, двобій
  • μονοπάτια στα ουκρανικά - доріжка, дорога, стежина, путь, тропа, траєкторія, стежки, ...
  • μονοπώλιο στα ουκρανικά - монополія, монополію
Τυχαίες λέξεις
Μονοπάτι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: путь, слід, стежка, прокладати, шлях, стежина, колія, протоптати, стезя, траєкторія, трек, прокласти, тропа, доріжка, дорогу, дорога