Μόνιμος στα δανικά

Μετάφραση: μόνιμος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
beboer, borger, permanent, permanente, fast, faste, varig
Μόνιμος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μόνιμος

μόνιμος κάτοικος- το κορίτσι, μόνιμος μηχανισμός κινητικότητας, μόνιμος κάτοικος- σε είδα, μόνιμος κάτοικος feat.ειρήνη σταματάκη - η φωνή, μόνιμος κάτοικος feat. πάνος γουργιώτης - όνειρο στιχοι, μόνιμος λεξικό γλώσσας δανικά, μόνιμος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μόλυνση στα δανικά - infektion, infektionen, smitte, infektioner
  • μόνιμα στα δανικά - permanent, fast, varigt, stadighed, permanent at
  • μόνο στα δανικά - alene, ensom, bare, eneste, isoleret, kun, blot, ...
  • μόνος στα δανικά - isoleret, alene, ensom, eneste, enkelt, kun, blot, ...
Τυχαίες λέξεις
Μόνιμος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: beboer, borger, permanent, permanente, fast, faste, varig