Οξύνω στα δανικά
Μετάφραση: οξύνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skærpe, at skærpe, skarpere, slibe, skærper
![Οξύνω στα δανικά Οξύνω στα δανικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-gr-dk-6159.png)
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξύνω
οξύνω αντωνυμο, οξύνω λεξικο, οξύνω συνώνυμο, οξύνω λεξικό γλώσσας δανικά, οξύνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- οξύθυμος στα δανικά - opfarende, hidsig, vred, arrig, vredladen
- οξύνοια στα δανικά - skarpsindighed, kløgtighed, snedige
- οξύς στα δανικά - sur, syre, akut, akutte, spids, af akut
- οξύτητα στα δανικά - surhedsgrad, syreindhold, surhed, surhedsgraden, surhedsgrad på
Τυχαίες λέξεις
Οξύνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skærpe, at skærpe, skarpere, slibe, skærper
Μεταφράσεις: skærpe, at skærpe, skarpere, slibe, skærper