Οξύνω στα ουγγρικά
Μετάφραση: οξύνω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kihegyez, élesít, élesíteni, élesítés, élesítéséhez
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξύνω
οξύνω αντωνυμο, οξύνω λεξικο, οξύνω συνώνυμο, οξύνω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, οξύνω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- οξύθυμος στα ουγγρικά - ingerlékeny, lobbanékony, robbanékony, hirtelen haragú
- οξύνοια στα ουγγρικά - furfang
- οξύς στα ουγγρικά - sav, akut, kínzó, heveny, az akut, acut
- οξύτητα στα ουγγρικά - fanyarság, savasságát, savasság, savassága, savasságot, savtartalma
Τυχαίες λέξεις
Οξύνω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kihegyez, élesít, élesíteni, élesítés, élesítéséhez
Μεταφράσεις: kihegyez, élesít, élesíteni, élesítés, élesítéséhez