Οξύνω στα τούρκικα

Μετάφραση: οξύνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
keskinleştirmek, netleştirmek, keskinleştirme, keskinleştir, bilemek
Οξύνω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύνω

οξύνω αντωνυμο, οξύνω λεξικο, οξύνω συνώνυμο, οξύνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, οξύνω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • οξύθυμος στα τούρκικα - huysuz, çabuk parlar, irascible, sinirli, çabuk parlar köşe, asabi
  • οξύνοια στα τούρκικα - açıkgözlük, astuteness, kurnazlık, cin gibilik
  • οξύς στα τούρκικα - keskin, asit, sivri, ekşi, sert, akut, dar, ...
  • οξύτητα στα τούρκικα - asidite, asitliği, asitlik, asit, asiditesi
Τυχαίες λέξεις
Οξύνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: keskinleştirmek, netleştirmek, keskinleştirme, keskinleştir, bilemek