Οξύνω στα τούρκικα
Μετάφραση: οξύνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
keskinleştirmek, netleştirmek, keskinleştirme, keskinleştir, bilemek
![Οξύνω στα τούρκικα Οξύνω στα τούρκικα](https://www.dictionaries24.com/images/gr-gr-tr-6159.png)
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξύνω
οξύνω αντωνυμο, οξύνω λεξικο, οξύνω συνώνυμο, οξύνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, οξύνω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- οξύθυμος στα τούρκικα - huysuz, çabuk parlar, irascible, sinirli, çabuk parlar köşe, asabi
- οξύνοια στα τούρκικα - açıkgözlük, astuteness, kurnazlık, cin gibilik
- οξύς στα τούρκικα - keskin, asit, sivri, ekşi, sert, akut, dar, ...
- οξύτητα στα τούρκικα - asidite, asitliği, asitlik, asit, asiditesi
Τυχαίες λέξεις
Οξύνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: keskinleştirmek, netleştirmek, keskinleştirme, keskinleştir, bilemek
Μεταφράσεις: keskinleştirmek, netleştirmek, keskinleştirme, keskinleştir, bilemek