Οξύνω στα λιθουανικά
Μετάφραση: οξύνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pagaląsti, paryškinti, paaštrinti, ryškesnė, galąsti
![Οξύνω στα λιθουανικά Οξύνω στα λιθουανικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-gr-lt-6159.png)
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξύνω
οξύνω αντωνυμο, οξύνω λεξικο, οξύνω συνώνυμο, οξύνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, οξύνω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- οξύθυμος στα λιθουανικά - ūmus, Sprogmuo, nirtus, greit supykstantis, niršus
- οξύνοια στα λιθουανικά - Przebiegłość, Wnikliwość, Bystrość
- οξύς στα λιθουανικά - rūgštis, smailus, aštrus, stiprus, ūmus, ūminis, ūmaus
- οξύτητα στα λιθουανικά - rūgštingumas, rūgštingumą, rūgštingumo, rūgščių
Τυχαίες λέξεις
Οξύνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pagaląsti, paryškinti, paaštrinti, ryškesnė, galąsti
Μεταφράσεις: pagaląsti, paryškinti, paaštrinti, ryškesnė, galąsti