Οξύνω στα λιθουανικά

Μετάφραση: οξύνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pagaląsti, paryškinti, paaštrinti, ryškesnė, galąsti
Οξύνω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύνω

οξύνω αντωνυμο, οξύνω λεξικο, οξύνω συνώνυμο, οξύνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, οξύνω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • οξύθυμος στα λιθουανικά - ūmus, Sprogmuo, nirtus, greit supykstantis, niršus
  • οξύνοια στα λιθουανικά - Przebiegłość, Wnikliwość, Bystrość
  • οξύς στα λιθουανικά - rūgštis, smailus, aštrus, stiprus, ūmus, ūminis, ūmaus
  • οξύτητα στα λιθουανικά - rūgštingumas, rūgštingumą, rūgštingumo, rūgščių
Τυχαίες λέξεις
Οξύνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pagaląsti, paryškinti, paaštrinti, ryškesnė, galąsti