Οξύνω στα νορβηγικά

Μετάφραση: οξύνω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skjerpe, skarpere, spisse, slipe, å skjerpe
Οξύνω στα νορβηγικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύνω

οξύνω αντωνυμο, οξύνω λεξικο, οξύνω συνώνυμο, οξύνω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, οξύνω στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • οξύθυμος στα νορβηγικά - irritabel, irascible, hissige, kranglefant, hissig, og hissige
  • οξύνοια στα νορβηγικά - astuteness, skarpsindighet, sluhet
  • οξύς στα νορβηγικά - sur, skarp, kvass, syre, intens, ram, akutt, ...
  • οξύτητα στα νορβηγικά - bitterhet, surhet, surhetsgrad, syre, surheten, syrlighet
Τυχαίες λέξεις
Οξύνω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: skjerpe, skarpere, spisse, slipe, å skjerpe