Οξύνω στα κροατικά
Μετάφραση: οξύνω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pogoršati, razljutiti, izoštriti, izoštri, naoštriti, postizanje oštrijeg, povećanju oštrine
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξύνω
οξύνω αντωνυμο, οξύνω λεξικο, οξύνω συνώνυμο, οξύνω λεξικό γλώσσας κροατικά, οξύνω στα κροατικά
Μεταφράσεις
- οξύθυμος στα κροατικά - razdražljiv, naprasit, plah, razdražljivi, plahovit
- οξύνοια στα κροατικά - oštrina, umješnost, lukavost, mudrost
- οξύς στα κροατικά - igličast, akupunktura, akutan, oštar, akutna, akutni, akutne
- οξύτητα στα κροατικά - teškoće, kec, mrvica, oštrina, neravnost, as, hrapavost, ...
Τυχαίες λέξεις
Οξύνω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: pogoršati, razljutiti, izoštriti, izoštri, naoštriti, postizanje oštrijeg, povećanju oštrine
Μεταφράσεις: pogoršati, razljutiti, izoštriti, izoštri, naoštriti, postizanje oštrijeg, povećanju oštrine